- τετράτρυφον
- τετράτρυφοςbroken into four piecesmasc/fem acc sgτετράτρυφοςbroken into four piecesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οκτάβλωμος — ὀκτάβλωμος, ον (Α) (για άρτο) αυτός που αποτελείται από οκτώ βλωμούς, από οκτώ μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα (βλ. λ. οκτώ) + βλωμός «μπουκιά»] … Dictionary of Greek
τετράτρυφος — ον, Α ο τεμαχισμένος σε τέσσερα μέρη («ἄρτον δειπνήσας τετράτρυφον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + τρύφος «θρύμμα, κομμάτι» (< θρύπτω)] … Dictionary of Greek